- ἐρατώνυμος
- ἐρατώνυμοςof gracious famemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερατώνυμος — ἐρατώνυμος, ον (Α) (για την Ευρώπη που τήν ερωτεύθηκε ο Ζευς) αυτός που έχει ερατόν όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός «αγαπητός» + όνυμα αιολ. τ. τού όνομα. Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»] … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek